χρυσίππειος

χρυσίππειος
χρυσίππειος
of
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χρυσίππειος — ον, Α [Χρύσιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Χρύσιππο 2. (για πρόσ.) οπαδός τού Χρυσίππου 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ Χρυσίππεια τα συγγράμματα τού Χρυσίππου …   Dictionary of Greek

  • χρυσίππειον — χρυσίππειος of masc/fem acc sg χρυσίππειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσιππείου — χρυσίππειος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίππεια — χρυσίππειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίππειοι — χρυσίππειος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”